- θεμίστωρ
- θεμίστωρ, -ορος, ό (Α) [θεμίζω]1. αυτός που γνωρίζει τον νόμο, το δίκαιο2. (κατά τον Ησύχ.) «συνετός».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεμιστόρων — θεμίστωρ knowing right masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)